συνδιατριβή
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
English (LSJ)
ἡ, passing time together, intercourse, discussion, τεχνίταις Phld. Hom. p. 28 O., cf. Ph. 2.671, etc.
German (Pape)
[Seite 1008] ἡ, das mit einander Hinbringen der Zeit, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιατρῐβή: ἡ, τὸ συνδιατρίβειν, τὸ ὁμοῦ διέρχεσθαι τὸν χρόνον, συναναστροφή, Φίλων 6. 671, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 158D, κλπ.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ συνδιατρίβω
συναναστροφή.