οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes
Ν
1. παίρνω κάποιον μαζί μου, παρασύρω («τον συνεπήρε στα βαθιά το κύμα»)
2. μτφ. γοητεύω, μαγεύω, συναρπάζω («το θέαμα τους συνεπῆρε κι έμειναν άφωνοι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεπαίρω (πρβλ. παίρνω < επαίρω)].