συνερύω

English (LSJ)

Ion. συνειρύω,
A draw together, in aor. Pass., ὁκόταν.. συνειρυσθῇ ὑπὸ τοῦ ῥίγεος Hp.Morb.1.26: pf. Pass. συνείρται· συνέσπασται, Hsch.
2 metaph. in Act., τίς σε δαιμόνων κακῇ ἀθυμίῃ ξυνείρυσεν; Epigr. ap. D.L.2.112.

Greek Monolingual

και ιων. τ. συνειρύω Α
συνέλκω, συσπώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐρύω «έλκω, σύρω»].

Russian (Dvoretsky)

συνερύω: (impf. συνείρυον) втягивать, вовлекать, (ἀθυμίῃ τινά Diod.).