ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with
ο, θηλ. συνεχίστρια, Ν
αυτός που συνεχίζει κάτι («συνεχιστές τών παραδόσεων»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεχίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Παύλο Λάμπρο].