πολιόν τε δάκρυον ἐκβάλλω → let fall the tear from my old eyes, let fall an old man's tear
συνωμότις: -ιδος, θηλ. τοῦ συνωμότης, Νικήτ. Χρον. 340D.
-ιδος, ἡ, Μβλ. συνωμότης.
ιδος, ἡ, fem. von συνωμότης, Nicet.