συνόδευση
From LSJ
εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war
Greek Monolingual
η / συνόδευσις, -εύσεως, ΝΜ συνοδεύω
το να συνοδεύει κανείς κάποιον άλλο, συνοδοιπορία.