οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island
η / συνόδευσις, -εύσεως, ΝΜ συνοδεύωτο να συνοδεύει κανείς κάποιον άλλο, συνοδοιπορία.