συνόδευση

From LSJ

οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island

Source

Greek Monolingual

η / συνόδευσις, -εύσεως, ΝΜ συνοδεύω
το να συνοδεύει κανείς κάποιον άλλο, συνοδοιπορία.