συνοδοιπορία

From LSJ

Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn

Menander, Monostichoi, 391
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνοδοιπορία Medium diacritics: συνοδοιπορία Low diacritics: συνοδοιπορία Capitals: ΣΥΝΟΔΟΙΠΟΡΙΑ
Transliteration A: synodoiporía Transliteration B: synodoiporia Transliteration C: synodoiporia Beta Code: sunodoipori/a

English (LSJ)

ἡ, travelling together, Babr.110.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
voyage fait de compagnie.
Étymologie: συνοδοιπόρος.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ συνοδοιπόρος
κοινή οδοιπορία, συμπόρευση.

Greek Monotonic

συνοδοιπορία: ἡ, συμπόρευση, το να ταξιδεύει, να οδοιπορεί κάποιος συντροφιά με κάποιον άλλο, σε Βάβρ.

Russian (Dvoretsky)

συνοδοιπορία:совместное путешествие Babr.

Middle Liddell

συνοδοιπορία, ἡ,
a travelling together, Babr. [from συνοδοίπορος]