συνοδοιπορία
From LSJ
Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn
English (LSJ)
ἡ, travelling together, Babr.110.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
voyage fait de compagnie.
Étymologie: συνοδοιπόρος.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ συνοδοιπόρος
κοινή οδοιπορία, συμπόρευση.
Greek Monotonic
συνοδοιπορία: ἡ, συμπόρευση, το να ταξιδεύει, να οδοιπορεί κάποιος συντροφιά με κάποιον άλλο, σε Βάβρ.
Russian (Dvoretsky)
συνοδοιπορία: ἡ совместное путешествие Babr.
Middle Liddell
συνοδοιπορία, ἡ,
a travelling together, Babr. [from συνοδοίπορος]