συρίσκος

From LSJ

Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf

Menander, Monostichoi, 536
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συρίσκος Medium diacritics: συρίσκος Low diacritics: συρίσκος Capitals: ΣΥΡΙΣΚΟΣ
Transliteration A: syrískos Transliteration B: syriskos Transliteration C: syriskos Beta Code: suri/skos

English (LSJ)

ὁ, v. ὑριχός.

Greek (Liddell-Scott)

συρίσκος: σύρισσος, ἴδε ὑρισός.

Greek Monolingual

και ὑρίσκος, ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἀγγεῖόν τι πλεκτόν, εἰς ὅ σῡκα ἐμβάλλουσι
τινὲς δὲ ὑρίσκον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σύριχος.

German (Pape)

ὁ, = ὑρρίσκος, Vetera Lexica.