συρίσκος
From LSJ
Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf
Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf
Full diacritics: συρίσκος | Medium diacritics: συρίσκος | Low diacritics: συρίσκος | Capitals: ΣΥΡΙΣΚΟΣ |
Transliteration A: syrískos | Transliteration B: syriskos | Transliteration C: syriskos | Beta Code: suri/skos |
ὁ, v. ὑριχός.
συρίσκος: σύρισσος, ἴδε ὑρισός.
και ὑρίσκος, ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἀγγεῖόν τι πλεκτόν, εἰς ὅ σῡκα ἐμβάλλουσι
τινὲς δὲ ὑρίσκον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σύριχος.
ὁ, = ὑρρίσκος, Vetera Lexica.