συσκηνητήρ

From LSJ

Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age

Sophocles, Antigone, 1350-1353

Greek (Liddell-Scott)

συσκηνητήρ: ῆρος, ὁ, ὁ συνδιαιτώμενος, συνδαιτυμών, ὁμοτράπεζος· θηλ. -ήτρια, Ἀριστοφ. Θεσμ. 624.

Greek Monolingual

-ῆρος, ο, θηλ. συσκηνήτρια Α
συνδαιτυμόνας, ομοτράπεζος («καὶ τίς σοὐστὶ συσκηνήτρια;», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συσκηνῶ + επίθημα -τήρ (πρβλ. κινητήρ)].