σφηκοειδής
From LSJ
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
English (LSJ)
σφηκοειδές, = σφηκώδης 1, Sch.Nic.Th.805.
Greek (Liddell-Scott)
σφηκοειδής: -ές, = σφηκώδης, Σχολ. εἰς Νικ. Θηρ. 816 καὶ σφηκιώδης, ες, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 387D. - Πρβλ. σφηκώδης.
Greek Monolingual
-ές, Α
σφηκώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφήξ, -ηκός «σφήκα» + -ειδής].
German (Pape)
ές, wespenartig, wespenähnlich, bes. von Menschen, die wie die Wespen eine übermäßig schlanke Taille od. einen dünnen Unterleib haben, überhaupt schmächtig, hager. S. auch σφηκώδης.