σφοδελός
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
ὁ, = ἀσφόδελος, Ar.Fr.674, cf.Hdn.Gr.2.152; proparox. in Hsch. (σφοδελός and σποδελός were read by some in Hom., v. Hdn.Gr. l.c.)
Russian (Dvoretsky)
σφοδελός: ὁ Arph. = ἀσφόδελος.
Greek (Liddell-Scott)
σφοδελός: ὁ, = ἀσφόδελος, Ἀριστοφ. ἐν Μeineke Κωμικ. Ἀποσπ. 2, σ. 1198.
Greek Monolingual
ή σφόδελος, ὁ, Α
το φυτό ασφόδελος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀσφόδελος / ἀσφοδελός, με σίγηση του αρκτικού άτονου α-].