σφουγγαρίζω

From LSJ

Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 246

Greek Monolingual

και διαλ. τ. σφογγαρίζω Ν σφουγγάρι
1. καθαρίζω επιφάνεια με σφουγγάρι
2. πλένω δάπεδο με σφουγγαρόπανο ή με σφουγγαρίστρα
3. συνεκδ. καθαρίζω επιφάνεια με οποιοδήποτε μέσο.