σχοινιόστροφον

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχοινιόστροφον Medium diacritics: σχοινιόστροφον Low diacritics: σχοινιόστροφον Capitals: ΣΧΟΙΝΙΟΣΤΡΟΦΟΝ
Transliteration A: schoinióstrophon Transliteration B: schoiniostrophon Transliteration C: schoiniostrofon Beta Code: sxoinio/strofon

English (LSJ)

τό, = ἵππουρις (horsetail), Ps.-Dsc. 4.46. = κάνναβις ἥμερος (Cannabis sativa), Id. 3.148.

Greek Monolingual

τὸ, Α
το υδρόβιο φυτό ίππουρις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοινίον + -στροφον (< στρέφω)].