σχολά

From LSJ

διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)

Source

English (Slater)

σχολά leisure μακροτέρας γὰρ ἀριθμῆσαι σχολᾶς (sc. ἐστί) (N. 10.46)

Russian (Dvoretsky)

σχολά: (ᾰ) ἡ дор. = σχολή.