σωληνάριον
From LSJ
μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone
English (LSJ)
τό, Dim. of σωλήν, HeroSpir.1.10, al., Heliod. ap. Orib.50.9.8, Gal.10.1001, Alex.Trall.8.2.
Greek (Liddell-Scott)
σωληνάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ σωλήν, Γαλην. 2) εἶδος σωληνοειδοῦς φαρέτρας, «σωληνάρια μετὰ μικρῶν σαγιτῶν» Λέοντ. Τακτ. 5, 4· «σωληνάρια ξύλινα μετὰ μικρῶν σαγιτῶν» αὐτόθι 6, 26.
German (Pape)
τό, = σωλήνιον, Gloss.