περὶ ταῦτα οὕτω σφι νενομοθέτηται → it has been so ordained by law
-έω, Αείμαι δουλέμπορος.[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -εμπορῶ (< -έμπορος < ἔμπορος)].