σωματεμπορώ

From LSJ

περὶ ταῦτα οὕτω σφι νενομοθέτηται → it has been so ordained by law

Source

Greek Monolingual

-έω, Α
είμαι δουλέμπορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -εμπορῶ (< -έμπορος < ἔμπορος)].