Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σωματοπράτης

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30

Greek (Liddell-Scott)

σωμᾰτοπράτης: [ᾱ], -ου, ὁ, ὁ πωλῶν δούλου., σωματέμπορος, Βυζ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 536.

Greek Monolingual

ὁ, Μ
δουλέμπορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -πράτης (< πράτης), πρβλ. ἀρτοπράτης.