Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σωματοφθορώ

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30

Greek Monolingual

-έω, Α
καταστρέφω το σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -φθορῶ (< -φθόρος < φθείρω), πρβλ. κατοικοφθορῶ, οικοφθορῶ].