Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
-έω, Ακαταστρέφω το σώμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -φθορῶ (< -φθόρος < φθείρω), πρβλ. κατοικο-φθορῶ, οικο-φθορῶ].