σύμπασμα
From LSJ
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
English (LSJ)
-ατος, τό, powder for sprinkling, Sor.2.15,28, Cael.Aur. TP3.5.
German (Pape)
[Seite 985] τό, das Bestreu'te, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σύμπασμα: τό, κόνις πρὸς ἐπίπασιν, Cael. Aur. Chron. 3. 5. 7.
Greek Monolingual
τὸ, Α συμπάσσω
σκόνη για επίπαση, για πασπάλισμα.