σύντριψ

From LSJ

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source

German (Pape)

[Seite 1037] ιβος, zerreibend, zerstoßend, bei Hom. ep. 14, 9 Name eines Hauskoboldes, der die Töpfe auf dem Heerde zerschmeißt.

Greek (Liddell-Scott)

σύντριψ: -ῐβος, ὁ, ἡ, ὁ συντρίβων, κακός τις δαίμων συντρίβων τὰς χύτρας καὶ λοιπὰ σκεύη τοῦ μαγειρείου, «καλλικάντζαρος», Ὁμηρ. Ἐπιγράμμ. 14. 9.

Greek Monolingual

-ιβος, ὁ, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που επιφέρει συντριβή
2. ως κύριο όν. Σύντριψ
κακός δαίμονας που έσπαζε τις χύτρες και τα άλλα μαγειρικά σκεύη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συντρίβ- του συντρίβω + κατάλ. -ς].