τάρσιος

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277

Greek Monolingual

ο, Ν
ζωολ. α) μοναδικό γένος δενδρόβιων προπιθήκων της οικογένειας ταρσιίδες, στο οποίο ανήκουν 3 είδη, που, σύμφωνα με ορισμένους ειδικούς, συγκροτούν την ξεχωριστή υπόταξη τών πρωτευόντων τάρσιοι ή ταρσιοειδή
β) στον πληθ. οι τάρσιοι
άλλη ονομασία για τα ταρσιοειδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tarsius < νεολατ. tarsius (< ταρσός)].