τάτα

From LSJ

τίς οὖν ἡ ταύτης περιουσίαν → what is its chance of being saved

Source

German (Pape)

[Seite 1073] = τέττα; Myrin. 4 (XI, 67); vgl. Martial. 1, 101.

Russian (Dvoretsky)

τάτᾱ: (τᾰτ) Anth. = τέττα.

Greek (Liddell-Scott)

τάτα: ἢ τατᾶ, = τέττα, λέγε πᾶσι τάτα Ἀνθ. Παλ. 11. 67, πρβλ. Μαρτιαλ. 1. 101.

Greek Monotonic

τάτα: = τέττα, σε Ανθ.

Middle Liddell

= τέττα, Anth.