ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
και λόγιος τ. ταμβακοθήκη, η, Ν
μικρή θήκη για την τοποθέτηση ταμπάκου, καπνοθήκη, καπνοσακούλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταμπάκος / ταμβάκος + θήκη.