τανύμετρος

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source

German (Pape)

[Seite 1067] von langem Maaße, lang gemessen, Paul. Sil. ambo 49.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰνύμετρος: [ῠ], -ον, ὁ ἔχων μακρὸν μέτρον, ἐκτεταμένος, Παύλ. Σιλ. Ἄμβ. 49.

Greek Monolingual

-ον, Μ
εκτεταμένος, ευρύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- του ρ. τάνυμαι «τεντώνομαι» + -μετρος (< μέτρον)].