ταξιδιάρης

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
αυτός που του αρέσουν τα ταξίδια ή αυτός που ταξιδεύει συχνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταξίδι + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. παιχνιδιάρης)].