ταυρήσιος

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
αυτός που προέρχεται από τον ταύρο, ταύρειος, βοϊδήσιος («ταυρήσιο κρέας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταύρος + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. σκυλήσιος)].