ταύρειος
χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον E.Hel.1582:—
A of bulls, oxen, or cows, φόνος A.Th.44; κέρατα, αἷμα, S.Tr.518 (lyr.), Fr.178, Ar.Eq.83; χολή Sor.1.64, POxy.234.45 (ii/iii A.D.), PHolm.6.37, al.; στέαρ Sor.2.14, Gal.10.957; πούς E.Hel.1555; ἀγέλαι Theoc.27.71; βρίμας ταυρείους Orph.Fr.79.
2 of bull's-hide, κυνέη, ἀσπίς, Il.10.258, 13.161, etc.; ἱμάντες Onos.10.4: cf. ταυρεία and ταύρεος.
German (Pape)
[Seite 1073] auch 2 Endgn, Eur., vom Stiere, vom Rinde; bes. rindstedern, κυνέη, ἀσπίς, Il. 10, 258. 13, 161. 163. 16, 360; φόνος, der Stiere, Aesch. Spt. 44; κέρατα, Soph. Trach. 517; πούς, Eur. Hel. 1571; ἐπὶ ταυρείῳ σφαγῇ, 1598; αὶμα, Ar. Equ. 83.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 de taureau;
2 fait de peau de taureau.
Étymologie: ταῦρος.
Russian (Dvoretsky)
ταύρειος: и
1 бычачий, бычий (κέρατα Soph.): τ. φόνος Aesch. заклание быка; ταύρειαι ἀγέλαι Theocr. стада быков;
2 из бычачьей (воловьей) кожи (ἀσπίς Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ταύρειος: -α, -ον, καὶ ος, ον Εὐρ. Ἑλ. 1582· - ὁ τοῦ ταύρου, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν ταῦρον ἢ εἰς βοῦν, Λατ. taurinus, φόνος Αἰσχύλ. Θήβ. 44· κέρατα, αἷμα Σοφ. Τρ. 518, Ἀποσπ. 185, Ἀριστοφ. Ἱππ. 83· ποὺς Εὐρ. Ἑλ. 1555· ἀγέλαι Θεόκρ. 27. 70. 2) ὁ πεποιημένος ἐκ δέρματος ταύρου, κυνέη, ἀσπὶς Ἰλ. Κ. 258, Ν. 161, κλπ., πρβλ. ταυρεία.
English (Autenrieth)
of a bull, of bull- or oxhide. (Il.)
Greek Monolingual
-α, -ο / ταύρειος, -εία, -ον, ΝΜΑ, και ταύριος, -ον και ταύρεος, -έα, -ον και ποιητ. τ. θηλ. ταυρείη Α ταῦρος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ταύρο ή προέρχεται από ταύρο, βοδινός, βοϊδήσιος (α. «ταύρειο δέρμα» β. «ταύρεια κέρατα», Σοφ.)
μσν.
το θηλ. ως ουσ. ἡ ταυρεία
είδος τύμπανου καλυμμένου με δέρμα
αρχ.
1. (το αρσ.) Ταύρειος και Ταύριος και Ταύρεος
(στην Ογχηστό της Βοιωτίας) προσωνυμία του Ποσειδώνος είτε επειδή στις θυσίες που γίνονταν προς τιμήν του προσέφεραν ταύρους είτε, κατ' άλλους, επειδή ο θεός παρείχε στους ταύρους βοσκή στα παράλια είτε, τέλος, από τους εφήβους που υπηρετούσαν τον θεό, τους ονομαζόμενους ταύρους, κατά την εορτή του
2. το θηλ. ως ουσ. α) (ενν. δορά) το δέρμα του ταύρου
β) μαστίγιο από δέρμα ταύρου
γ) (κατά τον Ησύχ.) περικεφαλαία από δέρμα ταύρου
3. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Ταύρια
(κατά τον Ησύχ.) εορτή προς τιμήν του Ποσειδώνος.
Greek Monotonic
ταύρειος: -α, -ον και ταύρειος, -ον (ταῦρος)·
I. αυτός που ανήκει στον ταύρο, αναφέρεται στα βόδια ή τις αγελάδες, Λατ. taurinus, σε Τραγ.
II. φτιαγμένος από δέρμα ταύρου, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
ταύρειος, η, ον ταῦρος
I. of bulls, oxen, or cows, Lat. taurinus, Trag.
II. of bull's-hide, Il.