ταχυδρομία

From LSJ

πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰχῠδρομία Medium diacritics: ταχυδρομία Low diacritics: ταχυδρομία Capitals: ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΑ
Transliteration A: tachydromía Transliteration B: tachydromia Transliteration C: tachydromia Beta Code: taxudromi/a

English (LSJ)

ἡ, quickness in running, Arist.Pr.881b7.

German (Pape)

[Seite 1076] ἡ, schneller Lauf, Arist, probl. 5, 9.

Russian (Dvoretsky)

τᾰχυδρομία:быстрый бег Arst.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰχυδρομία: ἡ, ταχύτης ἐν τῷ τρέχειν, Ἀριστ. Πρβλ. 5. 9, 1.

Greek Monolingual

ἡ, Α ταχυδρόμος
ταχύτητα στο τρέξιμο, γρήγορο τρέξιμο.