τεκνοποίησις
From LSJ
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
English (LSJ)
-εως, ἡ, = τεκνοποιία, Sch.Il.11.243.
German (Pape)
[Seite 1083] ἡ, = τεκνοποιΐα, s. Lob. Phryn. 513.
Greek (Liddell-Scott)
τεκνοποίησις: ἡ, = τεκνοποιία, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Λ. 243.