τενεκές

From LSJ

τὴν αὐτοκράτορα ἀρχὴν περινοέω → meditate empire

Source

Greek Monolingual

και ντενεκές, ο, Ν
1. λευκοσίδηρος
2. δοχείο κατασκευασμένο από λευκοσίδηρο
3. μτφ. (για πρόσ.) (με υβριστική σημ.) τιποτένιος, μηδαμινόςείναι τενεκές ξεγάνωτος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. teneke].