Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
και ντενεκετζής, ο, Ντεχνίτης που κατασκευάζει και επιδιορθώνει σκεύη από λευκοσίδηρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. teneke-ci (βλ. και -τζής, πρβλ. σουβλατζής)].