τετράδερμον

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
μσν.
τετράδιο, φύλλο περγαμηνής διπλωμένο στα τέσσερα
αρχ.
στέγασμα από διφθέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -δερμος (< δέρμα), πρβλ. μονόδερμος].