τετράδραχμον
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
Greek Monotonic
τετράδραχμον: τό, αργυρό νόμισμα τεσσάρων δραχμών, τετράδραχμο, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
τετράδραχμον: τό монета в четыре драхмы, четырехдрахмовик Plat., Plut.
Middle Liddell
τετρά-δραχμον, ου, τό,
a coin of four drachms, a tedradrachm, worth about s. 2d., Plut.