τετράχηλος
From LSJ
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
Greek Monolingual
-ον, Α
τετράσχιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -χηλος (< χηλή «οπλή», πρβλ. δίχηλος].