τετράχηλος

From LSJ

Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men

Sophocles, Antigone, 940-942

Greek Monolingual

-ον, Α
τετράσχιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -χηλος (< χηλή «οπλή», πρβλ. δίχηλος].