τετραβράγχια

From LSJ

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source

Greek Monolingual

τα, Ν
ζωολ. υφομοταξία κεφαλόποδων μαλακίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tetrabranchia < τετρ(α)- + βράγχια. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στο περιοδικό Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως].