τεφτέρι

From LSJ

Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann

Menander, Monostichoi, 121

Greek Monolingual

και δεφτέρι και ντεφτέρι, το, Ν
τετράδιο λογαριασμών, κατάστιχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειο λ., πρβλ. τουρκ. tefter < μσν. διφθέριον, υποκορ. του διφθέρα «δέρμα, δερμάτινο βιβλίο»].