τηγάνισμα
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
το, ΝΜ τηγανίζω
η ενέργεια του τηγανίζω, το να τηγανίζει κανείς κάτι
μσν.
το αποτέλεσμα του τηγανίζω, το τηγανητό.