τινάκτρια
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
German (Pape)
[Seite 1117] ἡ, = τινάκτειρα, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τῐνάκτρια: ἡ, = τινάκτειρα, δωμάτων τινάκτρια Κ. Μανασσ. Χρον. 3553· χωρεῖ πρὸς ὁρμὰς ἀκρατῶς τινακτρίας Φιλῆς π. Ζῴων 73, 10, σ. 268.
Greek Monolingual
ἡ, Μ
1. τινάκτειρα
2. μτφ. αυτή που προκαλεί εσωτερικά σκιρτήματα («χωρεῖ πρὸς ὁρμὰς ἀκρατῶς τινακτρίας», Φιλής).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τινάσσω + επίθημα -τρια (πρβλ. διώκτρια)].