τιτάν

From LSJ

Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...

Source

Mantoulidis Etymological

ὁ καί πληθ. τιτᾶνες (=γένος θεῶν, γιοί τοῦ Οὐρανοῦ καί τῆς Γῆς). Πιθανόν ἀπό τό ρῆμα τιταίνω (=τεντώνω), γιατί οἱ Τιτᾶνες ἅπλωναν τά χέρια τους γιά ἀδικίες.