τονθορισμός
From LSJ
ἡ δὲ γεωργία πέττει καὶ ἐνεργὸν ποιεῖ τὴν τροφήν → tillage brings to maturity and calls into action the nutritive properties of the soil
Greek Monolingual
και τονθορυσμός, ο, ΝΑ, και τονθρυσμός Α τονθορίζω / τονθ(ο)ρύζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τονθορίζω.