τράβα

From LSJ

οὐκ ἔστ' ἀλώπηξ ἡ μὲν εἴρων τῇ φύσει ἡ δ' αὐθέκαστος → foxes are not one of a treacherous nature and the other straightforward, the nature of foxes is not for one to be treacherous and the other straightforward

Source

Greek Monolingual

η, και τράβο, το, Ν
(διαλ. τ.) μεγάλη δοκός για στήριξη στέγης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. trave «ξύλινη δοκός, δοκάρι»].