τρίωρος

From LSJ

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source

Greek (Liddell-Scott)

τρίωρος: -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐκ τριῶν ὡρῶν, μετὰ τρίωρον χρόνον Γεώργ. Λαπίθ. ἐν Noticcs τ. 13, σ. 27, στ. 278.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρίωρος, -ον, ΝΜ
αυτός που διαρκεί τρεις ώρες
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το τρίωρο
χρονικό διάστημα τριών ωρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -ωρος (< ὥρα), πρβλ. ἑπτά-ωρος].