τραπεζαρία

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source

Greek Monolingual

η, Ν τραπεζάρης
1. αίθουσα φαγητού
2. συνεκδ. το σύνολο τών επίπλων της παραπάνω αίθουσας («άλλαξα την τραπεζαρία»).