τραχυντικός
From LSJ
English (LSJ)
τραχυντική, τραχυντικόν, making rough, Arist.Pr.872b36: c. gen., τῆς ἀρτηρίας Dsc.3.74.
German (Pape)
[ᾱ], rauh oder uneben machend; übertragen, zornig, böse machend, erbitternd; Arist. Probl. 3.13 und Sp.
Russian (Dvoretsky)
τρᾱχυντικός: раздражающий, возбуждающий (sc. οἶνος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
τρᾱχυντικός: -ή, -όν, ὁ τραχύνων τι, καθιστῶν αὐτὸ τραχύ, Ἀριστ. Πρβλ. 3. 13· μετὰ γεν. Διοσκ. 3. 79.
Greek Monolingual
-ή, -ό / τραχυντικός, -ή, -όν, ΝΑ τραχύνω
αυτός που καθιστά κάτι τραχύ.