τρελούτσικος
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
Greek Monolingual
και παλ. τ. τρελλούτσικος, -η, -ο, Ν
(κυριολ. και μτφ.) ο λίγο τρελός, παλαβούτσικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρελ(λ)ός + υποκορ. κατάλ. -ούτσικος (πρβλ. ασχημούτσικος)].