τρεχάτος

From LSJ

τούτοις οὐκ ἔστι κοινὴ βουλή → they have no common ground of argument, they have no common agenda

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που τρέχει, δρομαίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρέχω + κατάλ. -άτος (πρβλ. φευγάτος)].