εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds
το / τριαντάφυλλον, ΝΜτο ρόδο.[ΕΤΥΜΟΛ. < τριάντα + φύλλο, κατ' απόσπαση από τη φρ. «τριαντάφυλλο ρόδο»].