τριανταφυλλιά
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
Greek Monolingual
η, ΝΜ τριαντάφυλλο
1. (βοτ.-γεωπ.) κοινή ονομασία του γένους αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών ροδή, που ανήκει στην οικογένεια ροδίδες της τάξης ροδώδη και περιλαμβάνει 100 ώς 125 είδη φυλλοβόλων ή, σπανιότερα, αείφυλλων θαμνωδών ή αναρριχητικών φυτών με αγκαθωτούς βλαστούς που είναι ιθαγενή τών εύκρατων και υποτροπικών περιοχών του Βόρειου Ημισφαιρίου (α. «γαλλική τριανταφυλλιά» β. «αλπική τριανταφυλλιά» γ. «τριανταφυλλιά της Βεγγάλης» δ. «τριανταφυλλιά τών φρακτών»)
2. ως επίθ. θηλ. του τριανταφυλλής.